- ψευδομαρτυρία
- ηψευδής μαρτυρική κατάθεση, το να καταθέτει κανείς ως μάρτυρας ψευδή πράγματα: Του απαγγέλθηκε κατηγορία για ψευδομαρτυρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευδομαρτυρία — ψευδομαρτυρίᾱ , ψευδομαρτυρία false witness fem nom/voc/acc dual ψευδομαρτυρίᾱ , ψευδομαρτυρία false witness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδομαρτυρίᾳ — ψευδομαρτυρίαι , ψευδομαρτυρία false witness fem nom/voc pl ψευδομαρτυρίᾱͅ , ψευδομαρτυρία false witness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδομαρτυρία — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψευτομαρτυριά Ν [ψευδομαρτυρῶ] 1. (νομ.) η εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων ως αληθών ή η παρασιώπηση και ελλιπής κατάθεση τής αλήθειας από μάρτυρα (α. «θα διωχθεί για ψευδομαρτυρία» β. «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται… … Dictionary of Greek
ψευδομαρτυρίας — ψευδομαρτυρίᾱς , ψευδομαρτυρία false witness fem acc pl ψευδομαρτυρίᾱς , ψευδομαρτυρία false witness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδομαρτυρίαι — ψευδομαρτυρία false witness fem nom/voc pl ψευδομαρτυρίᾱͅ , ψευδομαρτυρία false witness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδομαρτυρίαν — ψευδομαρτυρίᾱν , ψευδομαρτυρία false witness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδομαρτυριῶν — ψευδομαρτυρία false witness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδομαρτύριον — τὸ, Α 1. η ψευδομαρτυρία 2. φρ. «ψευδομαρτυρίου δίκη» καταγγελία για ψευδομαρτυρία ή για επιορκία (Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μαρτύριον (< μαρτυρῶ, έω)] … Dictionary of Greek
επισκήπτω — ἐπισκήπτω (AM) 1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.) 2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ψευδομάρτυρα — τά, Α [ψευδομάρτυς, υρος] τα ψευδομαρτύρια* … Dictionary of Greek